- θεόθυτον
- θεόθυτοςoffered to the godsmasc/fem acc sgθεόθυτοςoffered to the godsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεόθυτος — θεόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς 2. (το ουδ, ως ουσ.) τό θεόθυτον το θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος, πάν θυτος] … Dictionary of Greek